Β.
2. ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ
|
|
Β.
2.1. Τι είναι και γιατί μας ενδιαφέρει
|
|
Β 2.1.1. Τι είναι η βιοποικιλότητα
Υδατικά
οικοσυστήματα
Τα τρία τέταρτα της επιφάνειας της Γης καλύπτονται από νερό μέσου βάθους τριών χιλιομέτρων. Τα υδατικά οικοσυστήματα μπορούν να διακριθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες, των θαλάσσιων και των γλυκών νερών. Ωστόσο τα όρια μεταξύ των παραπάνω οικοσυστημάτων δεν είναι πάντα ευδιάκριτα. Στις εκβολές των ποταμών το νερό είναι υφάλμυρο, γεγονός που αυξάνει την ποικιλία των υδατικών οικοσυστημάτων.
Οι
κύριοι παράγοντες που καθορίζουν την κατανομή των ζωντανών οργανισμών
στο νερό είναι η θερμοκρασία, η αλμυρότητα, η συγκέντρωση του διαλυμένου
οξυγόνου και του διοξειδίου του άνθρακα, η περιεκτικότητα του νερού σε
θρεπτικά στοιχεία καθώς και η ποσότητα του φωτός στα διάφορα υδάτινα στρώματα
(εικ. 1). Μια άλλη διάκριση ανάμεσα στα θαλάσσια περιβάλλοντα γίνεται με βάση την απόστασή τους από την ξηρά. Τα νερά που καλύπτουν τα κεκλιμένα και αβαθή ηπειρωτικά κράσπεδα αποτελούν τη νηριτική ζώνη, που χωρίζεται στη μεσοπαλιρροιακή και υποπαλιρροιακή ζώνη (εικ. 2). Η μεσοπαλιρροιακή ζώνη καλύπτεται παροδικά με νερό και επομένως οι οργανισμοί που ζουν εκεί έχουν αναπτύξει προσαρμογές κατάλληλες για επιβίωση όταν το σώμα τους καλύπτεται από νερό και όταν είναι εκτεθειμένο στον αέρα. Στις βραχώδεις παραλιακές περιοχές αναπτύσσονται οργανισμοί που προσκολλώνται στα βράχια για να μη παρασύρονται από τα κύματα, ενώ στις αμμώδεις οι οργανισμοί κινούνται ελεύθερα ή τρυπώνουν μέσα στην άμμο. Οι οργανισμοί της υποπαλιρροιακής ζώνης δεν επηρεάζονται από τις παλίρροιες. Το πλαγκτόν επιπλέει και το νηκτόν, μικροσκοπικοί και μη οργανισμοί που ζουν στο νερό και έχουν ανεπτυγμένη την ικανότητα για ενεργητική μετακίνηση π.χ. ψάρια, κολυμπάει ελεύθερα στα νερά της νηριτικής ζώνης. Στην κατά μήκος συνέχεια της νηριτικής ζώνης εκτείνεται η πελαγική ζώνη τα νερά της οποίας χωρίζονται με κριτήριο το βάθος τους σε έναν αριθμό ζωνών. Η πιο εκτεταμένη από τις παραπάνω ζώνες είναι η αβυσσαία, βάθους 4.000-6.000 μέτρων, στην οποία συναντώνται σκαπτικά ασπόνδυλα, αρθρόποδα και "παράξενες" μορφές μικρών ψαριών. Η άβυσσος συνιστά το μεγαλύτερο σε έκταση από τα απλά οικοσυστήματα της Γης. Οι θερμοκρασίες που επικρατούν στην άβυσσο κυμαίνονται από 4 έως 0 βαθμούς C. Η μόνη ζώνη που είναι βαθύτερη από την άβυσσο είναι η αδαία ή υπεραβυσσαία ζώνη που συναντάται σε τάφρους βάθους μεγαλύτερου των 6.000 μέτρων.
Η
ζωή στις θάλασσες δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένη. Οι περισσότεροι οργανισμοί
αναπτύσσονται στα ανώτερα - επιφανειακά υδάτινα στρώματα. Κοντά
στην επιφάνεια της θάλασσας επιπλέει ένας μεγάλος αριθμός από μονοκύτταρους
ή πολυκύτταρους οργανισμούς που
μεταφέρονται με τα ρεύματα ενώ μερικοί από αυτούς διαθέτουν περιορισμένες
δυνατότητες ενεργητικής μετακίνησης (φυτοπλαγκτόν, ζωοπλαγκτόν). Οι
τυπικοί φωτοσυνθετικοί οργανισμοί εξαπλώνονται σε όλο το εύρος της εύφωτης
ζώνης όπου το φως επαρκεί για τις φωτοσυνθετικές τους λειτουργίες. Στην
ολιγόφωτη ζώνη οι μοναδικοί φωτοσυνθετικοί οργανισμοί που συναντώνται είναι
φυτά εφοδιασμένα με ευαίσθητες ερυθρές χρωστικές που μπορούν να απορροφήσουν
την κυανή ακτινοβολία, η οποία είναι και η πιο διεισδυτική. Οι ετερότροφοι
θαλάσσιοι οργανισμοί εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από τους φωτοσυνθετικούς
οργανισμούς της εύφωτης ζώνης. Το ζωοπλαγκτόν, βρίσκεται σε όλα τα βάθη
αλλά, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είναι περισσότερο άφθονο στην εύφωτη ζώνη,
εκεί όπου το μεγαλύτερο μέρος του τρέφεται με φυτοπλαγκτόν ή με άλλα είδη
ζωοπλαγκτού.
Στα βαθύτερα στρώματα το φως είναι ελάχιστο ή καθόλου, η θερμοκρασία χαμηλή
και η πίεση υψηλή. Αν και οι παραπάνω συνθήκες αποτρέπουν την ανάπτυξη μεγάλων
και σύνθετων βιοκοινοτήτων, έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη σε αυτές συγκεκριμένων
ειδών εφοδιασμένων με ανάλογα προσαρμοστικά χαρακτηριστικά (εικ. 3).
Οι
κοραλλιογενείς ύφαλοι, βιοκοινότητες πολύ διαφορετικές από άλλες θαλάσσιες,
σχηματίζονται από αποικίες κοιλεντερόζωων (με τη μορφή πολύποδα) και ασβεστολιθικά
φύκη (εικ. 4). Είναι πλούσιες σε άνθρακα, οξυγόνο και διαλυμένα μετταλικά
στοιχεία και
οι κορυφές τους καλύπτονται συνήθως από κοχύλια. Το
φως και η υψηλή σχετικά θερμοκρασία (σπάνια κάτω από τους 21 βαθμούς Κελσίου)
χαρακτηρίζει τους κορραλλιογενείς σχηματισμούς και μια μεγάλη ποικιλία θαλάσσιων
οργανισμών βρίσκουν τροφή και καταφύγιο στα όρια τους.
Οι εκβολές των ποταμών είναι τα παράκτια τμήματά τους που επηρεάζονται από την παλίρροια της θάλασσας και συνεπώς στις περιοχές αυτές γίνεται ανάμειξη γλυκού και αλμυρού νερού (εικ. 5). Οι περισσότερες εκβολές ποταμών είναι αβαθείς γεγονός που επιτρέπει τη διείσδυση του φωτός μέχρι τον πυθμένα ενισχύοντας έτσι την τοπική βλάστηση. Οι ιδιαίτερα παραγωγικές περιοχές των εκβολών συνιστούν εύλογα ένα ευνοϊκό βιότοπο για μεγάλο αριθμό ζωικών ειδών.
Οι
διαπλάσεις του γλυκού νερού καλύπτουν το 1,8% της επιφάνειας της Γης και
περιλαμβάνουν τις μεγάλες έως και τις μικρές φυσικές ή τεχνητές λίμνες
και τους μεγάλους ποταμούς έως και τα μικρά ρυάκια. Σε αντίθεση με τις
θαλάσσιες διαπλάσεις, οι διαπλάσεις του γλυκού νερού περιέχουν μικρότερες
συγκριτικά ποσότητες νερού, παρουσιάζουν μεγαλύτερες θερμοκρασιακές διακυμάνσεις,
προσβάλλονται ευκολότερα από μολύνσεις και η στάθμη τους αυξομειώνεται
(λόγω πλήρωσης τους στη διάρκεια των βροχερών μηνών ή τήξης των πάγων
και λόγω εξάτμισης τους σε περιόδους ξηρασίας). Η ποικιλία των μορφών
ζωής στις διαπλάσεις του γλυκού νερού είναι ιδιαίτερα σημαντική. Συνυπολογίζοντας
την αφθονία τους σε είδη και τη συνολική έκταση που καταλαμβάνουν, οι
διαπλάσεις του γλυκού νερού παρουσιάζουν τα υψηλότερα επίπεδα βιοποικιλότητας
συγκριτικά με τα χερσαία και τα θαλάσσια οικοσυστήματα.
Μια
ακόμα διάκριση των διαπλάσεων του γλυκού νερού μπορεί να γίνει ανάμεσα
στα τρεχούμενα νερά των ποταμών, που καλύπτουν το 0,3% της επιφάνειας
της Γης και στα στάσιμα των λιμνών. Αν και τόσο οι ποταμοί και τα ρυάκια
όσο και οι λίμνες κάθε μεγέθους περιέχουν νηκτόν, πλαγκτόν και βενθικούς
οργανισμούς όπως και οι θάλασσες, τα είδη των οργανισμών που ζουν σε κάποιο
από τα παραπάνω οικοσυστήματα καθορίζεται κυρίως από την ταχύτητα ροής
του νερού. Τα υδρόβια φυτά με ρίζες και οι σκαπτικοί οργανισμοί συναντώνται
σε ήρεμες λίμνες, όπου συσσωρεύονται ιζήματα. Εκεί όπου το νερό ρέει γρηγορότερα
δε συσσωρεύονται ιζήματα και οι τοπικοί βενθικοί οργανισμοί "επιλέγουν"
να ζουν κάτω από βράχους ή μέσα σε ρωγμές.
Όπως
έχει ήδη αναφερθεί, τα οικοσυστήματα του γλυκού νερού είναι σχετικά ασυνεχή,
ανομοιογενή και πολλά είδη που ζουν σε αυτά είναι γεωγραφικά απομονωμένα
αφού δεν μπορούν να διασχίσουν τα τμήματα ξηράς που μεσολαβούν ανάμεσα
σε δύο ποτάμια ή δύο λίμνες και άρα δεν μπορούν να εξαπλωθούν. Το γεγονός
αυτό έχει τις παρακάτω καθοριστικές συνέπειες:
|
![]() |
Σχετικά
δημοσιεύματα
|
Μεσόγειος: Τα «καυτά σημεία» της ρύπανσης |
![]() |
![]() |
![]() |
![]() |