Η έννοια υγρότοπος

Η λέξη υγρότοπος είναι ένας νεολογισμός της γλώσσας μας που δημιουργήθηκε για την απόδοση στα ελληνικά της αγγλικής λέξης wetland (υγρή γη / τόπος). Τόσο η αγγλική λέξη όσο και η ελληνική άρχισαν να χρησιμοποιούνται τις τελευταίες δεκαετίες. Συνώνυμη της λέξης υγρότοπος είναι η λέξη υγροβιότοπος, που όμως καλό είναι να αποφεύγεται, γιατί μερικές φορές οδηγεί σε σύγχυση.

Σαν επιστημονικός όρος η λέξη υγρότοπος υποδηλώνει κάθε τόπο που καλύπτεται μόνιμα ή εποχικά από ρηχά νερά ή που δεν καλύπτεται ποτέ από νερά, αλλά έχει υπόστρωμα (έδαφος, άμμο, χαλίκια κ.ά) υγρό για μεγάλο διάστημα του έτους. Έτσι, ως υγρότοποι μπορούν να θεωρηθούν: ρηχές λίμνες, ρηχά ποτάμια, έλη, λιμνοθάλασσες, πηγές, τυρφώνες με νερό γλυκό, αλμυρό ή υφάλμυρο (Διαφ. 10).

Ο επίσημος ορισμός των υγρότοπων διατυπώθηκε στο πλαίσιο της Σύμβασης Ραμσάρ (2/2/1971, Ramsar - Iran). Σύμφωνα με τη Σύμβαση (άρθρο 1), "Υγρότοποι είναι φυσικές ή τεχνητές περιοχές αποτελούμενες από έλη με ξυλώδη βλάστηση, από μη αποκλειστικώς ομβροδίαιτα έλη με τυρφώδες υπόστρωμα, από τυρφώδεις γαίες ή από νερό. Οι περιοχές αυτές κατακλύζονται μονίμως ή προσωρινώς από νερό, το οποίο είναι στάσιμο ή ρέον, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό. Σ' αυτές περιλαμβάνονται και εκείνες που καλύπτονται με θαλασσινό νερό, το βάθος του οποίου κατά τη ρηχία δεν υπερβαίνει τα έξι μέτρα".

Kατά τη Σύμβαση Ραμσάρ (άρθρο 2), ως υγρότοποι θα μπορούσαν να θεωρηθούν και "οι παρόχθιες ή παράκτιες ζώνες που συνορεύουν με υγρότοπους ή με νησιά ή με θαλάσσιες υδατοσυλλογές και που είναι βαθύτερες μεν από έξι μέτρα κατά τη ρηχία, αλλά βρίσκονται μέσα στα όρια του υγρότοπου, όπως αυτός ορίζεται παραπάνω".

Στην πράξη, έχει διαπιστωθεί ότι ο παραπάνω ορισμός είναι πολύ περιοριστικός και δεν καλύπτει πολλούς τύπους υγρότοπων. Τα κράτη που επικύρωσαν τη Σύμβαση Ραμσάρ, ανάμεσα τους και η Ελλάδα (1974), στην τέταρτη σύνοδο τους στο Montreaux της Ελβετίας το 1990, ενέκριναν έναν πιο αναλυτικό κατάλογο με τα είδη των υγρότοπων. Σύμφωνα με τον κατάλογο αυτό (μετάφραση από Γεράκη κ.ά., 1991), οι υγρότοποι διακρίνονται στους θαλάσσιους και παράκτιους, στους εσωτερικούς και στους τεχνητούς ενώ σε κάθε μία από τις παραπάνω κατηγορίες συγκαταλέγεται ποικιλία υποπεριπτώσεων.

Κάθε υγρότοπος αποτελείται από τους ίδιους βασικούς συντελεστές που συγκροτούν και τα υπόλοιπα οικοσυστήματα. Ως οικοσύστημα ορίζουμε μια οργανωμένη ενότητα έμβιων όντων και αβιοτικών στοιχείων μέσα στην οποία ανταλλάσσονται υλικά και πληροφορίες με κινητήρια δύναμη μια πηγή ενέργειας, ορίζεται ως οικοσύστημα.

Η έννοια του οικοσυστήματος περιλαμβάνει δηλαδή, όχι μόνο τους ζωντανούς οργανισμούς, αλλά και κάθε τι που τους περιβάλλει και τους επηρεάζει και που ουσιαστικά συνθέτει το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν. περιλαμβάνει ακόμα τις σχέσεις ανάμεσα σ' αυτούς και τα επιμέρους στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος.

Είναι λοιπόν φανερό πως η καταγραφή μόνο των συστατικών στοιχείων ενός οικοσυστήματος (π.χ. είδη φυτών, ζώων, μητρικό πέτρωμα κ.λπ.), η περιγραφή δηλαδή της δομής του, δεν αρκεί για τον καθορισμό του. Χρειάζεται, παράλληλα, να λάβουμε υπόψη μας τις αλληλεπιδράσεις, άμεσες ή έμμεσες, μέσω των οποίων τα παραπάνω στοιχεία συνδέονται μεταξύ τους καθορίζοντας έτσι τη λειτουργία του οικοσυστήματος που συνθέτουν. Είναι σαφές ότι η δομή και η λειτουργία ενός οικοσυστήματος χαρακτηρίζονται από σχέσεις άμεσης αλληλεπίδρασης: η δομή καθορίζει τις λειτουργίες που επιτελούνται σ' αυτό και αντίστροφα οι λειτουργίες επενεργούν στη δομή του και την τροποποιούν.

Η φύση των οικοσυστημάτων δεν είναι στατική. Τόσο στους βιοτικούς όσο και στους αβιοτικούς παράγοντες των οικοσυστημάτων παρατηρούνται εξελικτικές μεταβολές, ο ρυθμός των οποίων συνήθως επιβραδύνεται όσο το οικοσύστημα "ωριμάζει". Οι παραπάνω τροποποιήσεις αναφέρονται ως "φαινόμενο διαδοχής" και συνεχίζονται έως ότου το σύστημα και τα επιμέρους στοιχεία του (π.χ. σύνθεση βιοκοινοτήτων) φτάσουν σε μια σταθερή σχεδόν κατάσταση που ονομάζεται καταληκτικό στάδιο.
Το φαινόμενο της διαδοχής μπορεί να συμβαίνει με ήπιο τρόπο, όταν είναι αποτέλεσμα φυσικών οικολογικών διεργασιών - ενδογενείς αιτίες (π.χ. ταλαντώσεις πληθυσμιακών μεγεθών), ή με περισσότερο βίαιο τρόπο στις περιπτώσεις έντονης επίδρασης εξωγενών παραγόντων (π.χ. εισαγωγή ειδών, ακραίες κλιματολογικές αλλαγές κ.ά.)

Ο καθορισμός των ορίων ενός οικοσυστήματος είναι πάντα περισσότερο ή λιγότερο αυθαίρετος, ακόμη και στις περιπτώσεις που τα γεωγραφικά του όρια προσδιορίζονται με φυσικό τρόπο. Για παράδειγμα, ενώ ένα νησί θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα καλά οριοθετημένο οικοσύστημα, διαπιστώνουμε ότι ουσιαστικά αποτελεί ένα ανοιχτό σύστημα ως προς την είσοδο και έξοδο ενέργειας και υλικών. Ο αέρας, για παράδειγμα, και ότι αυτός μεταφέρει έρχονται από αλλού. Το νησί επισκέπτονται πουλιά που χρησιμοποίησαν για την αναπαραγωγή τους ή την τροφή τους άλλους τόπους. Κι ακόμη οι άνθρωποι που ταξιδεύουν εκεί φέρνουν και παίρνουν υλικά.
Καθορίζουμε λοιπόν τα όρια του οικοσυστήματος ανάλογα με το που εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας και με το τι θέλουμε να μελετήσουμε, εν γνώσει της αυθαιρεσίας μας. Έτσι, οικοσύστημα μπορεί να θεωρηθεί ένα νησί ή ολόκληρος ο Θεσσαλικός κάμπος, ο Όλυμπος ή μια πόλη, ένα φύλλο οξιάς που βρίσκεται σε φάση αποσύνθεσης ή μία λίμνη. Η μοναδική εξαίρεση στον κανόνα της αυθαίρετης οριοθέτησης είναι όταν θεωρούμε τη Γη ως ένα οικοσύστημα, παραβλέποντας βέβαια τις διαπλανητικές αλληλεπιδράσεις.

Επιστροφή στα περιεχόμενα
Προηγούμενη σελίδα Επόμενη σελίδα