Β. 2. ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ
Β. 2.1. Τι είναι και γιατί μας ενδιαφέρει
Β.2.1.1. Τι είναι η βιοποικιλότητα
Β.2.1.2. Γιατί μας ενδιαφέρει η διατήρηση της βιοποικιλότητας
Β.2.2. Παράγοντες που απειλούν τη βιοποικιλότητα
Β.2.3. Διαχείριση της βιοποικιλότητας στην κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης

Β 2.2. Παράγοντες που απειλούν τη βιοποικιλότητα

Β 2.2.5. Ανθρωπογενείς επεμβάσεις που απειλούν έμμεσα την διαχρονική διατήρηση της βιοποικιλότητας

Φυσικές περιβαλλοντικές αλλαγές, περιοδικές ή μη, αποτελούν κατευθυντήρια δύναμη για την εξέλιξη των διάφορων μορφών ζωής. Συχνά, η διατήρηση της βιοποικιλότητας μιας περιοχής εξασφαλίζεται από την περιοδική εμφάνιση καταστροφικών μεσοπρόθεσμα φαινομένων όπως πλημμύρες, πυρκαγιές κ.ά.

Παράδειγμα αποτελεί η ιδιότυπη σχέση των μεσογειακών οικοσυστημάτων με τη φωτιά. Σε περιοχές της Μεσογείου όπου έχουν γίνει σχετικές εκτιμήσεις η φωτιά φαίνεται να έχει κύκλο 25 περίπου ετών (διάστημα που μεσολαβεί από τη μία μέχρι την επόμενη εμφάνιση της). Υπολογίζεται ότι σε ολόκληρη τη Μεσογειακή λεκάνη κάθε χρόνο καίγονται περίπου 2.000.000 στρέμματα. Στην Ελλάδα περισσότερα από 200.000 στρέμματα καίγονται ετησίως. Ανάμεσα στα αίτια που προκαλούν τη φωτιά αναφέρονται και οι κεραυνοί. Το μεγαλύτερο ωστόσο ποσοστό (>50%), τόσο του αριθμού των πυρκαγιών όσο και της καμένης έκτασης, αποδίδεται σε ανθρώπινη απροσεξία και σε ποικίλες σκοπιμότητες. Οποιαδήποτε και αν είναι η αιτία είναι σχεδόν αδύνατο ένα μεσογειακό οικοσύστημα να μην καεί σε περίοδο μεγαλύτερη από 30 χρόνια.

Τα μεσογειακά οικοσυστήματα μπορούν να θεωρηθούν πυροεπαγόμενα ή πυροπροσαρμοσμένα αφού οι προσαρμογές που εμφανίζουν απέναντι στη φωτιά οι παραγωγοί, οι καταναλωτές και οι αποικοδομητές εξασφαλίζουν την ταχεία αναγέννηση και αναβάθμιση του οικοσυστήματος.

Οι παραγωγοί για παράδειγμα"ξεπερνούν" την επίδραση της φωτιάς μέσα από την προώθηση των φυσιολογικών δραστηριοτήτων τους, όπως η παραβλάστηση των καμένων βλαστών - σχηματισμός δηλαδή νέων βλαστών και φύλλων από υπόγειους οφθαλμούς - ή η αύξηση εξαιτίας της φωτιάς της φυτρωτικότητας των σπερμάτων τους. Το πουρνάρι, ο σχίνος, η κουμαριά, το κέδρο, η χαρουπιά και η κουτσουπιά σχηματίζουν νέους βλαστούς και φύλλα στη βάση των καμένων βλαστών. Οι λαδανιές, τα τριφύλλια και τα πεύκα επιβιώνουν λόγω της φύτρωσης νέων σπερμάτων, τα οποία προστατεύτηκαν από τη φωτιά θαμμένα στα πρώτα εκατοστά του εδάφους ή μένοντας μέσα στους κώνους (κουκουνάρια των πεύκων) που ανοίγουν αφού θερμανθούν στους 70-80 βαθμούς C. Μετά τη φωτιά η φύτρωση των σπερμάτων αυτών ευνοείται λόγω έλλειψης ανταγωνισμού.

Επιπλέον τα μεσογειακά οικοσυστήματα διαθέτουν αποτελεσματικές προσαρμογές για την αναπλήρωση των θρεπτικών συστατικών του εδάφους που χάνονται εξαιτίας της φωτιάς. Τα ποώδη ετήσια φυτά και κυρίως τα ψυχανθή που εμφανίζονται μετά την πυρκαγιά μπορούν να δεσμεύουν το ατμοσφαιρικό άζωτο. Με την ταχεία αποικοδόμησή τους κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, το άζωτο αυτό, δεσμευμένο σε θρεπτικά συστατικά, εμπλουτίζει το έδαφος.

Είναι προφανές ότι οι ευνοϊκές επιδράσεις που είναι δυνατό να έχει η φωτιά στα μεσογειακά οικοσυστήματα ισχύουν μόνο για τις περιπτώσεις που η εμφάνισή της είναι περιοδική και μεσολαβεί ικανό για την αναγέννησή τους διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές εμφανίσεις της. Τα πρώτα στάδια μετά την εμφάνιση της φωτιάς είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα. Ο χρόνος που απαιτείται για την επανάκαμψη του οικοσυστήματος είναι περίπου δύο χρόνια και εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά των φυτικών ειδών που θα αναπτυχθούν στην περιοχή. Συνήθως όμως η έντονη βόσκηση ακολουθεί την εμφάνιση της φωτιάς. Τα νεαρά παραβλαστήματα και κυρίως τα ψυχανθή που επικρατούν στο καμένο οικοσύστημα είναι εξαιρετικές ζωοτροφές, γεγονός που καθιστά τη χρήση της φωτιάς αποτελεσματικό μεσοπρόθεσμα διαχειριστικό εργαλείο για τους κτηνοτρόφους. Η υπερβόσκηση όμως αναστέλλει την αναγεννητική ικανότητα των φυτικών οργανισμών με συνέπεια την κατάρρευση του οικοσυστήματος. Συχνά σε όλη την Ελλάδα είναι τα ερημοποιημένα τοπία με σχεδόν ανύπαρκτη βλάστηση και διαβρωμένο έδαφος.

Σχετικά δημοσιεύματα