Μεσογειακά δάση κωνοφόρων,
είναι χαρακτηριστικά συστήματα στις παράλιες ζώνες της χώρας,
όπου κατά περίπτωση κυριαρχεί ένα μόνο είδος κωνοφόρου.
Τα πιο κοινά είναι τα δάση
με χαλέπιο πεύκη (Pinus halepensis), που εμφανίζονται κυρίως
σε ασβεστολιθικά αλλά και αμμώδη εδάφη μέχρι το υψόμετρο των
1200 μέτρων. Περιοχές της χώρας όπου απαντώνται είναι η
Πελοπόννησος, τα Ιόνια νησιά, η Αττική, η Βοιωτία, η Εύβοια
και η Χαλκιδική.Στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου, στη Θράκη,
τη Θάσο και μικρό τμήμα της Χαλκιδικής τη θέση της χαλεπίου
πεύκης παίρνει ένα άλλο είδος η τραχεία πεύκη ή
θασίτικο πεύκο
(Pinus brutia), είδος που παρουσιάζει ανθεκτικότητα τόσο στους
ανέμους και την ξηρασία, όσο και στο ψύχος. Ο υπόροφος που
σχηματίζεται στα δάση αυτών των δύο κωνοφόρων, ανάλογα με την
περιοχή εμφάνισης τους, κυριαρχείται από είδη των μακί και των
φρυγάνων
Ο υπόροφος που σχηματίζεται
στα δάση αυτών των δύο κωνοφόρων, ανάλογα με την περιοχή
εμφάνισης τους, κυριαρχείται από είδη των μακί και των
φρυγάνων.
Τα δάση
κουκουναριάς (Pinus
pinea) απαντώνται κυρίως σε αργιλοαμμώδη εδάφη και η έκτασή
τους είναι εξαιρετικά περιορισμένη στη χώρα μας. Κύριες
περιοχές εμφάνισης τους είναι η Δ. Πελοπόννησος, ο Μαραθώνας,
η Σκιάθος, η Νάξος και τμήμα της χερσονήσου του Αθω.
Σε ακόμη μικρότερη έκταση
παρουσιάζονται τα δάση
κυπαρισσιού
(Cupressus sempervirens).
Απαντώνται κυρίως στην Κρήτη, τη Ρόδο, τη Σάμο και τη Σύμη και
αποτελούν πιθανότατα υπολείμματα ευρύτερης εξάπλωσης
Παρουσιάζονται σε περιοχές
που η θερμοκρασία το χειμώνα πέφτει κάτω από το όριο του
παγετού. Οι βροχοπτώσεις κατανέμονται σχετικά ομοιόμορφα σε
όλη τη διάρκεια του χρόνου και κυμαίνονται από 600 μέχρι 1500
χιλιοστά. Αποτελούν τα πλουσιότερα αποθέματα ξύλου της χώρας.
Διακρίνονται δύο κύριες ζώνες: i) Κυριαρχία της
πλατύφυλλης
βελανιδιάς στις βόρειες οροσειρές της χώρας, στην Πελοπόννησο
και στη Στερεά Ελλάδα. Κυριαρχία της ευθύφυλλης βελανιδιάς (Quercus
cerris) στην ενδοχώρα της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της
Μακεδονίας και της Θράκης. Στα δάση αυτά είναι έντονη και η
παρουσία του γάβρου (είδη Carpinus) και συχνά ονομάζονται δάση
βελανιδιάς-γάβρου. Στην ίδια ζώνη απαντά και η
καστανιά (Castanea
sativa) που φύεται στις ορεινές περιοχές της χώρας με εξαίρεση
την Αργολίδα, την Αττικοβοιωτία και τον Παρνασσό.
ii) Τα αμιγή δάση
δασικής
οξιάς (Fagus sylvatica) απαντώνται στις ορεινές περιοχές της
Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας πάνω από τα 700 και
μέχρι τα 1700 μέτρα. Αντίστοιχα στην Ανατολική Μακεδονία και
μέχρι τη χερσόνησο του Άθω απαντά η
ανατολική οξιά (Fagus
orientalis). Τα δάση αυτά έχουν πολύ φτωχό υπόροφο.
Μικτά δάση φυλλοβόλων
Αποτελούν φυτικές
διαπλάσεις όπου κυριαρχούν είδη βελανιδιάς (είδη Quercus). Τα
δάση με την πλατύφυλλη βελανιδιά (Quercus conferta) είναι τα
πιο εκτεταμένα. Στη συμπαγή και συνεχή τους μορφή απαντώνται
στη βόρειο Ελλάδα εκεί, όπου επικρατούν σχετικά χαμηλότερες
θερμοκρασίες, ενώ στη νότιο Ελλάδα (Στερεά και Πελοπόννησος)
σχηματίζουν αραιές συστάδες. Τα δάση με
χνοώδη δρυ (Quercus
pubescens) απαντώνται αμιγή μόνο στις ξηρές περιοχές και
ανάμικτα με την πλατύφυλλο στις υπόλοιπες. Η χνοώδης και η
ήμερη βελανιδιά (Quercus macrocarpa) απαντώνται εκτός από την
ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου. Κύρια προσαρμογή
των δασών αυτών είναι η φυλλόπτωση το φθινόπωρο σαν μέσο
εξοικονόμησης ενέργειας και προστασίας στις σχετικά χαμηλές
θερμοκρασίες.
Υποαλπικά και αλπικά
συστήματα
Στις κορυφές των βουνών και
σε υψόμετρα πάνω από 1700 έως 2900 μέτρα απαντώνται φυτά και
ζώα που συνθέτουν τα ελληνικά αλπικά συστήματα.Η θερμοκρασία
στις περιοχές αυτές δεν ξεπερνά τους 0οC από τον Οκτώβριο
μέχρι τον Μάιο και καλύπτονται από χιόνι το μεγαλύτερο μέρος
του χρόνου. Τα δέντρα αναπτύσσονται μεμονωμένα μέχρι κάποιο
ύψος και ψηλότερα δίνουν τη θέση τους σε θάμνους και ποώδη
φυτά που σχηματίζουν τα αλπικά λιβάδια. Οι συνηθέστεροι θάμνοι
είναι η
ξεραγκαθιά (Berberis cretica), οι τετραγκαθιές (είδη
Astragalus), ο κοινός
αγριόκεδρος (Juniperus communis) και η
σκλήθρα (Alnus viridis). Στα αλπικά λιβάδια που είναι
πανέμορφα την εποχή της ανθοφορίας τους συνήθως απαντώνται
διάφορα είδη αγριολούλουδων καθώς και είδη αγρωστωδών.
Ορεινά δάση κωνοφόρων
Πολύ χαμηλές θερμοκρασίες
και συχνές χιονοπτώσεις χαρακτηρίζουν τα ψηλά σημεία των
ελληνικών βουνών. Σε υψόμετρα πάνω από τα 800 μέτρα επικρατούν
είδη κωνοφόρων που αντέχουν στο ψύχος όπως η
μαύρη πεύκη
(Pinus
nigra), η
κεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonica), η
δασική πεύκη (Pinus sylvestris), το ρόμπολο (Pinus leucodermis), και
η υβριδογενής ελάτη (Abies borisii-regis).Δάση μαύρης πεύκης
απαντώνται κυρίως στα βουνά της Πελοποννήσου και στην Κεντρική
και Βόρεια Ελλάδα ξεκινώντας από χαμηλότερο υψόμετρο. Δάση
δασικής πεύκης σχηματίζονται πυκνά κυρίως στα όρη των Σερρών
και της Δράμας, ενώ αραιές συστάδες παρουσιάζονται και σε άλλα
βουνά με νοτιότερο όριο εξάπλωσης τα Πιέρια και τον Όλυμπο σε
υψόμετρα μεγαλύτερα των 1100 μέτρων. Δάση ρόμπολου
εμφανίζονται από τα 1700 μέτρα και πάνω, νοτιότερο όριο
εξάπλωσης τους για την Ευρώπη είναι ο Όλυμπος και απαντώνται
κυρίως στην Πίνδο και το Βέρμιο. Η κεφαλληνιακή ελάτη είναι
ενδημική των ελληνικών βουνών και εμφανίζεται σε όλες τις
υψηλές οροσειρές της Νότιας και Κεντρικής Ελλάδας μέχρι τον
Όλυμπο, ανάμεσα στα 800 και 700 μέτρα. Βορειότερα τη θέση της
παίρνει η υβριδογενής ελάτη που σχηματίζει αμιγή δάση στις
υψηλότερες πλαγιές στον Όλυμπο, την Πίνδο, το Βέρμιο και τον
Αθω, ενώ χαμηλότερα σχηματίζει μικτά δάση με άλλα κωνοφόρα ή
και με φυλλοβόλα.
Υποτροπικά συστήματα
Υποτροπική βλάστηση στη
χώρα μας παρουσιάζεται κατά θέσεις μόνο στην Κρήτη και
συγκεκριμένα στο περίφημο φοινικόδασος του Βάι με τον φοίνικα
του Θεόφραστου (Phoenix theophrastii), που είναι εύτρωτο είδος
και προστατευόμενο από την ελληνική νομοθεσία και τη σύμβαση
της Βέρνης. Μικρότερο σε έκταση με εξαιρετική ομορφιά είναι
και το φοινικόδασος στο Κουρταλιώτικο φαράγγι. Φοινικοδάση
απαντώνται σε πολύ μικρότερη όμως έκταση και σε άλλες περιοχές
της Κρήτης.