"Ο
Πλάτων, Πατέρας της Επιστήμης του Περιβάλλοντος"
 |
Πλάτων
(427-347π.Χ)
|
... Το κύριο θέμα του Τίμαιου (διάλογος του Πλάτωνα) είναι η φύση και οι επιστήμες:
δηλαδή η Φυσική, η Βιολογία, και η Ανατομία, θέματα ασυνήθιστα για τις ασχολίες
του. Σκοπός του βιβλίου ήταν να συγκεντρώσει την καλύτερη τότε γνώση των
Φυσικών Επιστημών, ξεκινώντας από τη δημιουργία του κόσμου και των κατοίκων
του. Ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί αυτόν τον τόμο για να προσφέρει ό,τι θεωρεί
σαν τη σύνοψη των γνωστών τότε στοιχείων της Αστρονομίας, της δομής της
ύλης και της ανθρώπινης ψυχολογίας και φυσιολογίας. Αυτό το βιβλίο είναι
οργανωμένο χρονολογικά, με το πρώτο του τμήμα ασχολούμενο με την προέλευση
του Σύμπαντος. Ο Πλάτωνας μεταφέρει τη φαντασία του αναγνώστη στο σημείο "πριν από την αρχή των χρόνων", όταν "η γη ήταν ασχημάτιστη
και άδεια". Στη συνέχεια περιγράφει πως ο κόσμος αναπτύχθηκε προοδευτικά
σε αρμονικό σώμα. Τα περισσότερα από τα αναφερόμενα στον Τίμαιο, αν όχι
το σύνολο, βασίζονται στα επιτεύγματα άλλων σοφών και πολλές από τις φιλοσοφικές
ιδέες του Πλάτωνα πιθανώς να είναι ιδέες του Σωκράτη...
... Από τους δύο διαλόγους του Πλάτωνα, τον Τιμαίο και τον Κριτία, αυτό
που αφορά στο ενδιαφέρον του για το περιβάλλον είναι το τμήμα από το διάλογο
του Κριτία. Αυτό εκτείνεται από τον 108Ε στίχο μέχρι τον 112Ε και μπορεί
να έχει τον τίτλο "Αττικά". Στο τμήμα αυτό ο Πλάτωνας έδωσε κατανοητή
περιγραφή των μεταβολών της ποιότητας του εδάφους που οφείλονται στην επίδραση
όχι μόνο των φυσικών φαινομένων αλλά και στη σημαντική επίδραση των ενεργειών
του ανθρώπου. Μ' αυτό τον τρόπο η εξέταση από τον Πλάτωνα των μεταβολών
του περιβάλλοντος της Αρχαίας Ελλάδας παραλληλίζεται με τις σύγχρονες μελέτες
μορφολογίας του περιβάλλοντος.
Οι
σημερινοί αρχαιολόγοι είναι τέλεια κατατοπισμένοι για το γεγονός ότι η
διαμονή των ανθρώπων και η πολιτιστική πρόοδος συνδέονται άμεσα με την
εξέλιξη του περιβάλλοντος και επομένως, πριν από κάθε ερμηνεία για τη
χρήση του εδάφους από τον άνθρωπο, πρέπει να ανασκευαστεί η άποψη για
την τοπογραφία του εδάφους κατά το παρελθόν καθώς επίσης να γίνουν κατανοητές
και οι ιστορικές της μεταβολές. Ακριβώς όπως κάθε σύγχρονος γεωαρχαιολόγος
ξεκινάει από αυτή την αποδοχή, έτσι πρώτος και ο Πλάτωνας ξεκινάει παρουσιάζοντας
τη φυσική γεωγραφία της Αρχαίας Ελλάδας, όπως αυτή αναφέρεται στον Κριτία
111Α-Β, και πριν από κάθε περιγραφή της βαθυμετρίας της θάλασσας η οποία
περιβάλλει τη γη της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Πελοποννήσου. Πράγματι
ο Πλάτωνας αναφέρει:
"ούν
δή τούτο πιστόν, και κατά τι λείψανον της τότε γης ορθώς αν λέγοιτο.
Πάσα από της άλλης ηπείρου μακρά προτείνουσα εις το πέλαγος οίον άκρα
κείται" (111Α),
και στη συνέχεια:
"πολλών ούν γεγονότων και μεγάλων κατακλυσμών εν τοίς ενακισχιλίοις
έτεσι, τοσαύτα γάρ προς τον νύν απ' εκείνου του χρόνου γέγονεν έτη,
το της γής εν τούτοις τοίς χρόνοις και πάθεσιν εκ των υψηλών απορρέον
ούτε χώμα, ως εν πολλοίς τόποις, προχοί λόγου άξιον αεί τε κύκλω περιρρέον
εις βάθος αφανίζεται. Λέλειπται δή, καθάπερ εν τοίς σμικροίς νήσοις,
προς τά τότε τά νύν οίον νοσήσαντος σώματος οστά, περιρρυηκυίας της
γής όση πίειρα και μαλακή, του λεπτού σώματος της χώρας μόνου ληφθέντος".
Τα
γραφόμενα σ' αυτό το χωρίο υποτίθεται πως παριστάνουν την Πελοπόννησο,
το κέντρο πολιτισμού των αρχαίων, αν και σε μικρότερη κλίμακα μπορεί να
θεωρηθεί πως αναφέρονται στη νότια προέκταση της Αττικής. Ο Πλάτωνας παρατηρεί
πως γύρω από την Πελοπόννησο παρουσιάζονται τα μεγαλύτερα βάθη της Μεσογείου.
Πράγματι, στην ελληνική λεκάνη και μάλιστα στο δυτικό τμήμα των ακτών
της Πελοποννήσου το βάθος της θάλασσας πλησιάζει τα 5.000 μέτρα. Μ' όλο
που κατά την εποχή του Πλάτωνα δεν υπήρχε δυνατότητα μέτρησης τέτοιων
βαθών, ο Πλάτωνας αναφέρει ότι:
"Το
δή της θαλάττης αγγείον περί αυτήν τυγχάνει πάν αγχιβαθές όν" (Κριτίας,
111Α)
Εξ άλλου ο Πλάτωνας περιγράφει με ακρίβεια τη διαδικασία της διάβρωσης
του εδάφους, κατά την οποία το επιφανειακό στρώμα και οι σπασμένες επιφάνειες
των βράχων ξεπλένονται από το βρόχινο νερό και έτσι το από κάτω στρώμα
έρχεται στην επιφάνεια και προσβάλλεται στη συνέχεια με τον ίδιο τρόπο
όπως και τα προηγούμενα στρώματα.
Μακροχρόνια
εξέταση στην περιοχή του Αιγαίου της σχέσης ανθρώπου και τοπίου έχει σήμερα
αποδείξει πως η διάβρωση του εδάφους αποτέλεσε την πιο ολέθρια καταστροφή
που συνέβη ποτέ στην Ελλάδα.
Επίσης
ο Πλάτωνας θεώρησε αυτή την καταστροφή σαν το πλέον σημαντικό παράγοντα
της μεταβολής του περιβάλλοντος της Αρχαίας Ελλάδας, τονίζοντας το ενδιαφέρον
του λαού κατά την κλασική περίοδο για την επίδραση του ανθρώπου στο περιβάλλον.
Πράγματι, ο Πλάτωνας αναφέρει: "Το μεγάλο διάστημα που πέρασε απ'
όταν η γη κατοικήθηκε και οι πολύ μεγάλες αλλαγές που συνέβησαν κατά τη
μακριά αυτή περίοδο, είχαν σαν αποτέλεσμα τη συνεχή και αδιάκοπη απώλεια
σημαντικών στρωμάτων του εδάφους". Η αρχαιολογική γνώση της προϊστορικής
Ελλάδας κάνει απόλυτα πιστευτές τις περιγραφές του Πλάτωνα για τις μεγάλες
αναταραχές που συνέβησαν αφότου εμφανίστηκαν άνθρωποι στον Ελλαδικό χώρο.
Πραγματικά, η πρώτη εγκατάσταση στην Ελλάδα των μέσων παλαιολιθικών ανθρώπων
του Neanderthal φαίνεται πως ακολουθήθηκε από την πλήρη εγκατάλειψη της
γης, ενώ και η δεύτερη φάση εγκατάστασης των ύστερων παλαιολιθικών κατοίκων
των σπηλαίων ακολουθήθηκε και πάλι από την ίδια παντελή εγκατάλειψη της
γης. Στο τέλος της πρώιμης Ελλαδικής ΙΙ περιόδου και στη συνέχεια κατά
το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής, υπήρξαν περίοδοι εκτεταμένης καταστροφής
στην περιοχή, που συνδυάζονταν με σημαντικές μειώσεις της πυκνότητας κατοίκησης
και τις οποίες διαδοχικά ακολούθησαν μετακινήσεις και εγκαταστάσεις είτε
ιθαγενών στοιχείων είτε ξένων λαών. Πράγματι, οι τελευταίες αποθέσεις
λάσπης στην αργολική πεδιάδα δείχνουν σαφώς πως ιδιαίτερα οι δύο τελευταίες
αναταραχές συνοδεύτηκαν από μια χωρίς προηγούμενο διαδικασία μεγάλων διαβρώσεων
του εδάφους, όπως ακριβώς περιγράφτηκαν αυτές από τον Πλάτωνα.
Τόσο
η φυσική γεωγραφία όσο και η βαθυμετρία, ιδιαίτερα της περιοχής της Αργολίδας
και της Αττικής, παρουσιάζουν έντονες και ενδιαφέρουσες μεταβολές από
τη διάβρωση του εδάφους. Το βαθύ ανάγλυφο της στερεάς και της θαλάσσιας
έκτασης της Αττικής καθώς και τμημάτων της Πελοποννήσου εμπόδιζε το διαβρωμένο
έδαφος να σχηματίσει σημαντικό όγκο αποθεμάτων, έτσι που η τοπογραφία
του εδάφους να μην αλλοιωθεί σημαντικά, ενώ επίσης μεγάλες ποσότητες λάσπης
που κατέβαζαν τα ποτάμια στη θάλασσα χάνονταν στα μεγάλα βάθη της. Αντίθετα,
σ' άλλα τμήματα της Ελλάδας, όπου η τοπογραφία ήταν λιγότερο έντονη, η
διάβρωση του εδάφους είχε σαν αποτέλεσμα τη συγκέντρωση και απόθεση των
χωμάτων.
Μ'
αυτό τον τρόπο πολλές παραθαλάσσιες πεδιάδες δημιουργήθηκαν από συσσωρεύσεις
λάσπης μέχρι και πάχους 10 μέτρων κατά τη διάρκεια των τελευταίων 10.000
χρόνων. Αυτές οι αποθέσεις είχαν σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή μετακίνηση
των ακτών της χώρας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Τίρυνθα, η οποία
κατά την πρώιμη Ελλαδική περίοδο ήταν μια πόλη σχεδόν παραλιακή, ενώ σήμερα
απέχει από την ακτή περίπου 1.500 μέτρα. Το μέγεθος και οι λεπτομέρειες
των παρατηρήσεων του Πλάτωνα, οι οποίες αφορούσαν σε λεπτές και πολύπλοκες
διαδικασίες της διαμόρφωσης του εδάφους, επιβεβαιώνουν την ικανότητα του
μεγάλου σοφού να αναλύει αυτές τις μακροχρόνιες διαδικασίες αλλαγών που
δεν περιλαμβάνονταν στην άμεση σφαίρα των δραστηριοτήτων του.
Οφείλουμε
να παραδεχτούμε πως η παραπάνω ανάλυση είναι η πρώτη περιγραφή γεωλογικών
διεργασιών στην αρχαία βιβλιογραφία και επομένως δίκαια ο Πλάτωνας πιστώνεται
για την ξεκάθαρη διατύπωση της πρώτης διαπίστωσης ενός πολύ ενδιαφέροντος
ζητήματος. Κανένας σύγχρονος γεωαρχαιολόγος δεν μπορεί να αμφιβάλλει για
το αλάνθαστο των συγκρίσεων της μελέτης του Πλάτωνα, ανάμεσα στη διάβρωση
του εδάφους και του σκελετού ενός άρρωστου ανθρώπου. Η κρίση ενός σύγχρονου
ειδικού επιστήμονα, αν θέλουμε να ζητήσουμε και μια δεύτερη γνώμη, είναι
η παρακάτω: "Μας κάνει να θαυμάζουμε πόσα λίγα πράγματα έχουμε μάθει
κατά τα τελευταία 2300 χρόνια". Εξ' άλλου ο Πλάτωνας παρατηρεί ότι
τα περισσότερα νησιά της Ελλάδας είναι μικρά και έχουν απότομους λόφους.
Έτσι το έδαφος διαβρώνεται γρήγορα χωρίς να δημιουργεί προοδευτικά αποθέσεις,
οι οποίες θα μπορούσε να εξετασθούν εκ των υστέρων. Ο Πλάτωνας ήταν γνώστης
όλων αυτών όταν παρατηρούσε: "όπως ακριβώς συμβαίνει στα μικρά νησιά".
Εξάλλου ακόμα και ο Όμηρος αναφέρει ότι κανένα από τα ελληνικά νησιά δεν
παρουσιάζει, στα πρανή του προς τη θάλασσα, πλούσιες περιοχές σε λιβάδια
και χώρους όπου μπορούν να βοσκήσουν άλογα (Οδύσσεια, Ραψ. 4, στίχοι 607-608).
"ου
γάρ τις νήσων ιππήλατος
ουδ' ευλείμων,
αίθαλί κεκλίαται. Ιθάκη δε τε και
πεί πασέων."
Μετά
τη βελτίωση του κλίματος ύστερα από την τελευταία περίοδο των παγετώνων,
ακολούθησε δραματική αύξηση της πυκνότητας των φυτών και αντίστοιχη εγκατάλειψη
της ανθρώπινης κατοικίας. Συνεπώς αυτές οι δραστικές μεταβολές δεν είχαν
σαν αποτέλεσμα να γίνει το έδαφος ασταθές. Αντίθετα η επιφάνεια του τοπίου
παρέμεινε σταθερή και μπόρεσε γρήγορα να σχηματισθεί πλούσιο και εύφορο
χώμα. Ο Πλάτωνας αποκαλεί αυτή την περίοδο της φυσικής εξισορρόπησης σαν
"αδιατάρακτη περίοδο" και επισημαίνει τη διαδοχική μεταβολή
των ποτιστικών λόφων σε καλλιεργήσιμους τόπους. Παρόμοιες παρατηρήσεις
έγιναν αργότερα από τον Αριστοτέλη στα Μετεωρολογικά, Ι στ. 14, όπου αυτός
περιγράφει την πεδιάδα του ¶ργους.
Συνεπώς,
μπορεί κανείς να συμπεράνει πως οι Έλληνες της κλασικής εποχής, αλλά και
προηγουμένων, ήταν τέλεια ενημερωμένοι για τις μεταβολές του περιβάλλοντος
και τις συνέπειές του, όπως επίσης γνώριζαν ότι η τύχη του τοπίου εξαρτιόταν
σημαντικά από τη χρήση και την κατάχρηση από τον άνθρωπο. Ο Πλάτωνας συνεχίζει
στον Κριτία 111CD:
"Τότε
δε ακέραιος, ούσα, τα τε όρη γηλόφους υψηλούς είχε, και τα φελλεώς νύν
ονομασθέντα πεδία πλήρη γής εκέκτητο, και πολλήν εν τοίς όρεσιν ύλην
είχεν, ής και νύν έτι φανερά τεκμήρια. Των γάρ ορών έστιν ά νύν μέν
έχει μελίτταις μόναις τροφήν, χρόνος δ' ου πάμπολυς ότε δένδρων αυτόθεν
εις οικοδομήσεις τάς μεγίστας ερεψίμων τμηθέντων στεγάσματ' εστίν έτι
Σα. Πολλά δήν άλλ' ήμερα υψηλά δένδρα, νομήν δε βοσκήμασιν αμήχανον
έφερεν.
"
Επίσης λέει:
"Και δή και το κατ' ενιαυτόν ύδωρ εκαρπούτ εκ Διός, ουχ ως νύν
απολλύσα ρέον από ψιλής της γής εις θάλατταν, αλλά πολλήν έχουσα και
εις αυτήν καταδεχομένη, τη κεραμίδι στεγούση γή διαταμιευομένη, το καταποθέν
εκ των υψηλών ύδωρ εις τά κοίλα αφιείσα κατά πάντας τους τόπους παρείχετο
άφθονα κρηνών και ποταμών νάματα, ών και νύν έτι επί ταίς πηγαίς πρότερον
ούσαις ιερά λελειμένα, εστίν σημεία ότι περί αυτής αληθή λέγεται τά
νύν".
Όπως
επίσης αναφέρει και στον Κριτία, 112D:
"… πλήθος δε διαφυλάττοντες ότι μάλιστα ταυτόν
αυτών είναι πρός τόν αεί χρόνον ανδρών και γυναικών, το δυνατόν πολεμείν
ήδη καί τό έτι, περί δύο μάλιστα όντας μυριάδας."
Η
εξαφάνιση της δασικής κάλυψης της περιοχής της Μεσογείου, κάλυψη που έφθανε
πριν μερικά χρόνια το 95% της επιφάνειας της περιοχής, οφείλεται κατά
μεγάλο μέρος στην ανθρώπινη αποδάσωση. Ο Πλάτωνας αναφέρει επιγραμματικά
ότι ορισμένα ενδεικτικά σημεία αυτών των δασών υπήρχαν ακόμα και στην
εποχή του και πράγματι σημειώνει αυτά που αναφέρθηκαν προηγουμένως στον
Κριτία 111c, όπου:
"μακριά
δοκάρια, όπως τα κατάρτια πλοίων, υπήρχαν κάτω από την Ακρόπολη στην
πηγή που τροφοδοτούσε με νερό τους Αχαιούς στις πολιορκίες."
Μερικά απ' αυτά τα δοκάρια βρέθηκαν με τις ανασκαφές. Μπορεί επίσης να
αναφέρει κανείς πως τα μικρά αλσύλια, που στην εποχή μας βρίσκονται στη
βόρεια Αττική στα σύνορα με τη Βοιωτία, φαίνεται ότι είναι υπολείμματα
δασών των κλασικών χρόνων, πολλά από τα οποία βεβαίως εξαφανίστηκαν με
τις τελευταίες πυρκαϊές.
Η
πλήρης κατανόηση από τον Πλάτωνα των μεταβολών του τοπίου δεν περιορίζεται
στη συσχέτιση της χρήσης της γης και της κάλυψής της. Ο Πλάτωνας συνεχίζει
να περιγράφει τη σχέση ανάμεσα στην περιστασιακή και τη διαρκή ροή των
υδάτων, την κάλυψη της γης από φυτά και τη μορφή της επιφάνειας της γης,
με την επίδραση που έχουν αυτά στη συγκράτηση του νερού.
Σωστά
παρατηρεί ότι απογυμνωμένα εδάφη επιτρέπουν στα επιφανειακά νερά να ρέουν
ασυγκράτητα προς τη θάλασσα, ενώ ένα παχύ, πλούσιο και συγκρατητικό χώμα
οδηγεί το βρόχινο νερό στις εσωτερικές κοιλότητες της γης, αναγκάζοντάς
το να απορροφάται και να διατηρείται στο έδαφος για μεγάλο διάστημα. Στη
συνέχεια το συγκρατημένο νερό απελευθερώνεται προοδευτικά δημιουργώντας
τις πηγές και σχηματίζοντας ρυάκια. Ο Τσεχοσλοβάκος επιστήμονας Zdenek
Kukal, ο οποίος θεωρείται σήμερα σαν ένας από τους πιο δραστήριους σύγχρονους
επιστήμονες - ερευνητές του περιβάλλοντος για την αρχαϊκή περίοδο, έγραψε
την παρακάτω παρατήρηση στα Πρακτικά της Τσεχοσλοβακικής Ακαδημίας: "Ακόμα
και ένας σύγχρονος επαγγελματίας υδρολόγος δε θα αισθανόταν ντροπή, περιγράφοντας
αυτό το φαινόμενο όπως ο Πλάτωνας". Πραγματικά, την εποχή του Πλάτωνα
στην Αττική παλιές πηγές και ρυάκια είχαν ήδη στερέψει και είχαν μετατραπεί
σε τόπους λατρείας, διατηρώντας το παλιό όνομα και τη φήμη τους. Επομένως
ο Πλάτωνας περιέγραψε τέλεια και για πρώτη φορά τη βασικά αλυσίδα ανάμεσα
στο αίτιο και το αποτέλεσμα της μεταβολής του περιβάλλοντος, αποκαλύπτοντας
ότι η απώλεια του πρασίνου καταλήγει σε απώλεια χωμάτων και έτσι σε αδυναμία
συγκράτησης των επιφανειακών νερών. Η ακρίβεια των συμπερασμάτων του βρίσκεται
σε τέλεια αντίθεση με άλλους απλοϊκούς συλλογισμούς που προτάθηκαν από
άλλους μελετητές.
Τα
τοπία της κλασικής Αττικής και άλλων περιοχών της Ελλάδας, όπως φαίνονται
σήμερα, αποκαλύπτουν ότι οι λαοί της αρχαίας Ελλάδας αντιλαμβάνονταν πλήρως
στην πράξη τους τρόπους συγκράτησης. Σε πολλά μέρη, όπου η επιφάνεια του
εδάφους δεν ήταν επίπεδη και οριζόντια, κατασκεύαζαν αναχώματα συγκράτησης.
Πολλά από αυτά τα αναχώματα βρίσκονται και σήμερα και προστατεύουν τις
καλλιέργειες και θα έπρεπε να αποτελέσουν στόχους αρχαιολογικής έρευνας.
Πίσω από το Βερμπάτι της Αργολίδας, ακριβώς πίσω από τις Μυκήνες, μπορεί
κανείς να διακρίνει δύο τέτοια αναχώματα διαφορετικών εποχών κατασκευής
των. Το ένα κατασκευάστηκε πριν 200 περίπου χρόνια, ενώ το άλλο ανάγεται
τουλάχιστον στην αρχαϊκή εποχή, είναι πιο εκτεταμένο και προστατεύει μια
περιοχή περισσότερο καλλιεργημένη. Εκείνη την περίοδο όλες οι επιφάνειες
της περιοχής που δεν ήταν γυμνά βράχια είχαν σταθεροποιηθεί με τη βοήθεια
αναχωμάτων.
Η
τελική παρατήρηση του Πλάτωνα για τις υφιστάμενες φυσικές συνθήκες συμπυκνώνεται
στη διατύπωση ότι το κλίμα, το έδαφος και το νερό χρησιμοποιούνταν εποικοδομητικά
και χωρίς το φόβο αλλαγής ή μόλυνσης, όταν η χώρα κατοικούνταν από λιγότερους
ανθρώπους που ήταν "πραγματικοί γεωργοί". Στον Κριτία, 111Ε
και 112Α αναφέρονται τα παρακάτω:
"Τα
μεν ουν της άλλης χώρας φύσει τε ούτως είχε, και διεκεκόσμητο ως εικός
υπό γεωργών μεν αληθινών και πραττόντων αυτό τούτο, φιλοκάλων δε και
ευφυών, γην δε αρίστην και ύδωρ αφθονώτατον εχόντων και υπέρ της γης
ώρας μετριώτατα κεκραμένας. Το δ' άστυ κατωκισμένον ωδ' ην εν τω τότε
χρόνω. Πρώτον μεν το της ακροπόλεως είχε τότε ουχ' ως τα νυν έχει. Νυν
μεν γαρ μια γενομένη νυξ υγρά διαφερόντως γης αυτήν ψιλήν περιτήξασα
πεποίηκε, σεισμών άμα και προ της επί Δευκαλίωνος φθοράς τρίτου πρότερον
ύδατος εξαισίου γενομένου. Το δε πριν εν ετέρω χρόνω μέγεθος μεν ην
προς τον Ηριδανόν και τον Ιλισόν αποβεβηκυία και περιειληφυία εντός
την Πνύκα και τον Λυκαβηττόν όρον εκ του καταντικρύ της Πνυκός έχουσε,
γεώδης δ' ην πάσα και πλήν ολίγον επίπεδος άνωθεν. Ώκειτο δε τα μεν
έξωθεν, υπ' αυτά τα πλάγια αυτής, υπό των δημιουργών και των γεωργών
όσοι πλησίον εγεώργουν. Τα δ' επάνω το μάχιμον αυτό καθ' αυτό μόνον
γένος περί το της Αθηνάς Ηφαίστου τε ιερόν κατωκήσειν, οίον μιάς οικίας
κήπον ενί περιβόλω προσπεριβεβλημένοι".
...
Σημαντική ήταν η συμβολή του Πλάτωνα στη Φυσική, τη Βιολογία, την Ιατρική,
γεγονός που αποδεικνύει ότι θεωρούσε την Ακαδημία του σαν ίδρυμα όπου
παν το επιστητόν θα καλλιεργείται, σε αντίθεση με τις απόψεις νεοτέρων
ότι η Ακαδημία μόνο με τα γράμματα και τις τέχνες πρέπει να ασχολείται.
Τέλος,
στον Κριτία αποδεικνύεται πλήρως κατατοπισμένος και γύρω από τα περιβαλλοντικά
προβλήματα και τις λύσεις τους, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ο προπάτορας
αυτής της σύγχρονης επιστήμης του περιβάλλοντος.
Απόσπασμα
από το άρθρο του ακαδημαϊκού Περικλή Σ. Θεοχάρη
Scientific American - Ελληνική Έκδοση
Φεβρουάριος 1999, Τεύχος 2, Τόμος 1, σελ. 79-85
Πλάτων: www.mek.iif.hu/.../tarsad/irodtud/ vilagir/html/f14.htm
|