Η κατάρρευση των οικοσυστημάτων

Στα χρόνια μας ζούμε μια εποχή κρίσης της βιοποικιλότητας, μια περίοδο σημαντικότατης και ταχείας μείωσής της. Δεν είναι πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο στην ιστορία της εξέλιξης. Έχουν προηγηθεί τουλάχιστον επτά μεγάλες παρόμοιες κρίσεις εξάλειψης ειδών στη βιόσφαιρα, μερικές από τις οποίες υπήρξαν πολύ σημαντικές, λ.χ. προ 250 περίπου εκατομμυρίων ετών εξαλείφθη το 90% των θαλασσίων ειδών. Στο τελευταίο επεισόδιο, πριν από 65 εκατομμύρια έτη, οι δεινόσαυροι (πλην των πτηνών που σήμερα αποτελούν τους επιζώντες απογόνους τους) εξαλείφθηκαν και έδωσαν τη θέση τους στα θηλαστικά που με ακτινωτή προσαρμοστικότητα παρήγαγαν πολυπληθή είδη.

Τους οικολογικούς θώκους των ειδών που εξαλείφθηκαν μετά από δεκάδες εκαταμμύρια έτη κατέλαβαν νέα είδη, προερχόμενα από άλλες ταξινομικές ομάδες. Τα αίτια αυτών των κρίσεων ήταν φυσικές καταστροφές, μοναδικά ιστορικά γεγονότα. Η σημερινή όμως κρίση που διερχόμεθα είναι ανθρωπογενούς προελεύσεως. Με τον πολιτισμό του, την τεχνολογία του και την επιστήμη του και τη βιομηχανική του ανάπτυξη ο άνθρωπος επιδρά σε μεγάλο βαθμό στις παγκόσμιες φυσικές συνθήκες με αποτέλεσμα τη μεταβολή του περιβάλλοντος προς την κατεύθυνση της εκπτώχευσης της βιοποικιλότητας. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο εξαλείφονται 26.000 είδη από τα γνωστά (που ανέρχονται περίπου σε 1,5 εκατομμύριο ­ τον συνολικό αριθμό ειδών αγνοούμε, φαίνεται να φθάνει λίγες δεκάδες εκατομμύρια). Το ένα τρίτο των ειδών στις ΗΠΑ κινδυνεύει με εξαφάνιση. Στην Ελλάδα από τα 700 περίπου είδη χορδωτών (στα οποία ανήκουν τα σπονδυλωτά) κινδυνεύουν με εξαφάνιση τα 186, από τα ασπόνδυλα (που αριθμούν 20.000-30.000 είδη) κινδυνεύει το 10% των ειδών, ενώ το 5% των 6.000 περίπου ειδών ανωτέρων φυτών. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική κρίση που βαίνει με εξαιρετικά ταχείς ρυθμούς και η οποία διαρκώς μεγαλώνει σε μέγεθος ειδών που εξαλείφονται. Έτσι που πάνε τα πράγματα, μπορεί να εξελιχθεί στην πιο σημαντική κρίση από αυτές που ήδη έχουν εκδηλωθεί. Η εξάλειψη ειδών μπορεί σύντομα να οδηγήσει στην κατάρρευση των φυσικών οικοσυστημάτων, τόσο των πλουσιότερων όσο και των πτωχότερων σε είδη.

Κατά τι άραγε μας ενδιαφέρει η διατήρηση της βιοποικιλότητας; Με χίλιους δύο τρόπους, συχνά απροσδόκητους, που αντιλαμβανόμαστε κατόπιν εορτής, όταν το κακό έχει ήδη γίνει. Ο άνθρωπος και οι κοινωνίες του (αγροτικές και αστικές) συνδέονται άμεσα ή έμμεσα και εξαρτώνται από τα φυσικά οικοσυστήματα, από τον πλούτο των ειδών τους. Η Ελλάδα εντάσσεται στις εστίες με ειδικά υψηλή βιοποικιλότητα. Και τούτο λόγω της φυσικής της διαμόρφωσης (κατάτμηση της χέρσου με οροσειρές, κόλποι, ακτές δαντελωτές, πληθώρα νησιών και νησίδων, που αριθμούν σχεδόν τις 10.000), των κλιματικών διαφορών από μέρους σε μέρος της επικράτειας, της γεωλογικής της ιστορίας και της γειτνίασής της με μεγάλες ηπείρους και με διαφορετικές βιογεωγραφικές περιοχές. Σε έναν τόπο πλούσιο σε ιστορία, της οποίας τα τεκμήρια θέλουμε να διαφυλάξουμε και σε φύση και υπό την πίεση των αναγκών των συγχρόνων πληθυσμών του ανθρώπου, η διατήρηση της βιοποικιλότητας αποτελεί δυστυχώς σχεδόν ανέφικτο πρόταγμα.»

Εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ"
του Κώστα Κριμπά,
καθηγητή της Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Βιολογίας
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και
επίτιμος καθηγητής Γενετικής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο
19 Νοεμβρίου 2000